βαργεστώ

βαργεστώ
και βαργεστίζω και βαζγεστίζω
1. παραιτούμαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι
2. απαυδώ, κουράζομαι
3. δυσανασχετώ
4. απελπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαζγεστίζω < τουρκ. vazgestim, αόρ. του vazgecmek, οι δε τ. βαργεστίζω-βαργεστώ < βαζγεστίζω, με το -ρ- από επίδραση του συνωνύμου βαριέμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαργεστώ — ησα, βαργεστημένος, αισθάνομαι πλήξη, ανία, χάνω τη διάθεσή μου για κάτι: Βαργέστησα να περιμένω τόσα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαργεστίζω — βλ. βαργεστώ …   Dictionary of Greek

  • βαργεστίζω — βλ. βαργεστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαριεστίζω — βλ. βαργεστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”